-
1 музыка
η μουσικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > музыка
-
2 музыка
-и θ.1. μουσική•инструментальная музыка ενόργανη μουσική•
вокальная -• η φωνητική μουσική•
симфоническая музыка συμφωνική μουσική•
камерная музыка μουσική δωματίου•
танцевальная -μουσική χορού•
духовная музыка εκκλησιαστική μουσική•
духовая музыка μουσική πνευστών οργάνων•
похороны с -ой κηδεία με μουσική•
положить на -у μελοποιώ•
склонность к -е κλίση προς τη μουσική.
2. ορχήστρα•военная музыка η στρατιωτική μουσική.
|| μουσικό όργανο.3. υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη.εκφρ.музыка не та ή другая – εντελώς διαφορετικά, άλλο βιολί, όχι, το ίδιο βιολί.